- αυθεντία
- autorité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αὐθεντία — αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc/acc dual αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντίᾳ — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθεντία — η (AM αὐθεντία) [αυθέντης] νεοελλ. 1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης 2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός μσν. 1. το αξίωμα του «αυθέντου» 2. η τάξη των αρχόντων 3. η περιοχή στην… … Dictionary of Greek
αυθεντία — η το αναμφισβήτητο κύρος της γνώμης κάποιου σε κάτι: Στα θέματα αυτά ο Α είναι αυθεντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθεντίας — αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem acc pl αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντίαι — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντίαν — αὐθεντίᾱν , αὐθεντία absolute sway fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντίαις — αὐθεντία absolute sway fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek